- δαιμονιοπληξία
- δαιμονιο-πληξία, ἡ, der Zustand des δαιμονιό-πληκτος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαιμονιοπληξία — δαιμονιοπληξία, η (AM) [δαιμονιόπληκτος] το να έχει κάποιος χτυπηθεί από δαιμόνιο … Dictionary of Greek
δαιμονιοπληξίας — δαιμονιοπληξίᾱς , δαιμονιοπληξία fem acc pl δαιμονιοπληξίᾱς , δαιμονιοπληξία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)